Σόφη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σόφη | οι | Σόφες |
| γενική | της | Σόφης | — | |
| αιτιατική | τη | Σόφη | τις | Σόφες |
| κλητική | Σόφη | Σόφες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
Σόφη
|
→ δείτε τη λέξη Σοφία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.