Σέρρες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Σέρρες | ||
| γενική | των | Σερρών | ||
| αιτιατική | τις | Σέρρες | ||
| κλητική | Σέρρες | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σέρρες < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Σέρραι με προσαρμογή της κατάληξης στη δημοτική < αρχαία ελληνική Σῖρις (ή Σίρις / Σίρρα [1]) < άγνωστης ετυμολογίας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈse.ɾes/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σέρ‐ρες
Συνώνυμα
- (καθαρεύουσα, μεσαιωνικό) αἱ Σέρραι
- (ιδιωματικό) τα Σέρρας
Συγγενικά
-
Σέρρες στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.