Πανσερραϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πανσερραϊκός | οι | Πανσερραϊκοί |
| γενική | του | Πανσερραϊκού | των | Πανσερραϊκών |
| αιτιατική | τον | Πανσερραϊκό | τους | Πανσερραϊκούς |
| κλητική | Πανσερραϊκέ | Πανσερραϊκοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πανσερραϊκός < πανσερραϊκός < Σέρρες
Κύριο όνομα
Πανσερραϊκός αρσενικό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σέρρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.