Σερραία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σερραία | οι | Σερραίες |
| γενική | της | Σερραίας | των | Σερραίων |
| αιτιατική | τη | Σερραία | τις | Σερραίες |
| κλητική | Σερραία | Σερραίες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Σέρρες
Μεταφράσεις
Σερραία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.