Σερραίος
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
Σερραίος αρσενικό, θηλυκό Σερραία
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τις Σέρρες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Σερραίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.