Σίρρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Σίρρᾱ | αἱ | ...?...αι |
| γενική | τῆς | Σίρρᾱς | τῶν | Σιρρῶν |
| δοτική | τῇ | Σίρρᾳ | ταῖς | Σίρραις |
| αιτιατική | τὴν | Σίρρᾱν | τὰς | Σίρρᾱς |
| κλητική ὦ! | Σίρρᾱ | ...?...αι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σίρρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Σίρραιν | ||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. Κανονικά, στον ενικό αριθμό. | ||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σίρρα < Σῖρις με τροπή ... < άγνωστης ετυμολογίας [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: Σέρραι ⇒ νέα ελληνικά: Σέρρες
Κύριο όνομα
Σίρρα θηλυκό
- (πόλη) άλλη μορφή του Σῖρις, οι σύγχρονες Σέρρες
- άλλες μορφές: Σίρραι
- ※ ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Περί καθολικής προσωδίας, 16 (Σίρρα@scaife.perseus με μηνοειδές σίγμα)
- Ϲίρρα πόλιϲ Θρᾴκηϲ.
Παράγωγα
- Σιρραῖος
Αναφορές
- «Σέρρες (αρχ. Σίρις, Σίρρα)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- Σίρ(ρ)αι - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.