Σέρβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σέρβος οι Σέρβοι
      γενική του Σέρβου των Σέρβων
    αιτιατική τον Σέρβο τους Σέρβους
     κλητική Σέρβο Σέρβοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈseɾ.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σέρβος

Ετυμολογία 1

Σέρβος < Σερβ(ία) + -ος

Κύριο όνομα

Σέρβος αρσενικό (θηλυκό Σέρβα ή Σερβίδα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Σέρβος < Σέρβος

Κύριο όνομα

Σέρβος αρσενικό (θηλυκό Σέρβου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.