Σέρβου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Σέρβου < γενική ενικού του αρσενικού Σέρβος

Κύριο όνομα

Σέρβου θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Σέρβου αρσενικό

  • (εθνωνύμιο και επώνυμο)

γενική ενικού του Σέρβος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.