Σερβίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σερβίδα | οι | Σερβίδες |
| γενική | της | Σερβίδας | των | Σερβίδων |
| αιτιατική | τη | Σερβίδα | τις | Σερβίδες |
| κλητική | Σερβίδα | Σερβίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
Σερβίδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.