Σερβίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σερβίδα οι Σερβίδες
      γενική της Σερβίδας των Σερβίδων
    αιτιατική τη Σερβίδα τις Σερβίδες
     κλητική Σερβίδα Σερβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σερβίδα < Σέρβ(ός) + -ίδα

Κύριο όνομα

Σερβίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.