Μάνδρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μάνδρα | οι | Μάνδρες |
| γενική | της | Μάνδρας | των | Μανδρών |
| αιτιατική | τη | Μάνδρα | τις | Μάνδρες |
| κλητική | Μάνδρα | Μάνδρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μάνδρα < μάνδρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈman.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μάν‐δρα
Συγγενικά
- Μανδριώτης / Μανδριώτισσα
- μανδριώτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.