Παππάδες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Παππάδες | ||
| γενική | των | Παππάδων | ||
| αιτιατική | τους | Παππάδες | ||
| κλητική | Παππάδες | |||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 2
- Παππάδες : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Παππάδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Παππάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.