Παννονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Παννονία | οι | Παννονίες |
| γενική | της | Παννονίας | των | Παννονιών |
| αιτιατική | την | Παννονία | τις | Παννονίες |
| κλητική | Παννονία | Παννονίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παννονία < ελληνιστική κοινή Παννονία < λατινική Pannonia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pen- (υγρός, λάσπη, βάλτος, νερό)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Πηνειός
-
Παννονία στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Παννονίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Παννονίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Παννονίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Παννονίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Παννονίᾱ | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- Πᾰννονῐκός
- Παννόνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.