Παννόνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Παννόνιος | οἱ | Παννόνιοι |
| γενική | τοῦ | Παννονίου | τῶν | Παννονίων |
| δοτική | τῷ | Παννονίῳ | τοῖς | Παννονίοις |
| αιτιατική | τὸν | Παννόνιον | τοὺς | Παννονίους |
| κλητική ὦ! | Παννόνιε | Παννόνιοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Παννονίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Παννονίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παννόνιος < Παννονία + -ος
Πηγές
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.