Παννόνιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Παννόνιος οἱ Παννόνιοι
      γενική τοῦ Παννονίου τῶν Παννονίων
      δοτική τῷ Παννονί τοῖς Παννονίοις
    αιτιατική τὸν Παννόνιον τοὺς Παννονίους
     κλητική ! Παννόνιε Παννόνιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Παννονίω
γεν-δοτ τοῖν  Παννονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παννόνιος < Παννονία + -ος

Κύριο όνομα

Παννόνιος αρσενικό

  1. ο κάτοικος της Παννονίας
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

  • Παννονικός

 και δείτε τη λέξη Παννονία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.