νοτίως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νοτίως < (καθαρεύουσα) νοτίως < νότι(ος) + -ως

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νοτίως
τονικό παρώνυμο: νότιος

Επίρρημα

νοτίως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.