Παγκράτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Παγκράτι | τα | Παγκράτια |
| γενική | του | Παγκρατίου | των | Παγκρατίων |
| αιτιατική | το | Παγκράτι | τα | Παγκράτια |
| κλητική | Παγκράτι | Παγκράτια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /paŋˈɡɾa.ti/ & /paˈɡɾa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐γκρά‐τι
- ομόηχο: Παγκράτη
Ετυμολογία 1
Κύριο όνομα
Παγκράτι ουδέτερο, πρώην Παγκράτιον
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Μετά τα παντρολογήματα, η μάνα εξακολουθεί να μένει στο Κολωνάκι, ενώ η κόρη, η κυρία Μανέα δηλαδή, μετακομίζει στο διαμέρισμα του άντρα της στο Παγκράτι.
- Ντόρα Γιαννακοπούλου, Ένοχα μυστικά (Αθήνα: Καστανιώτης, 2009), σ. 55.
- ※ Χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι | Αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας
- Τραγούδι «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια», στίχοι: Μιχάλης Γκανάς, μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου.
- ※ Μετά τα παντρολογήματα, η μάνα εξακολουθεί να μένει στο Κολωνάκι, ενώ η κόρη, η κυρία Μανέα δηλαδή, μετακομίζει στο διαμέρισμα του άντρα της στο Παγκράτι.
Εκφράσεις
- Παγκράτι-Κολιάτσου: χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει μεγάλα ταξίδια συχνά, με την έννοια ότι το έχει κάνει κάτι πολύ κοντινό και συνηθισμένο.
Συνώνυμα
- Βατραχονήσι (προηγούμενη ονομασία της περιοχής)
Συγγενικά
-
Παγκράτι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- Παγκράτι < παγκράτιο
Αναφορές
- Κώστας Η. Μπίρης (³2006), Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ISBN 978-960-214-445-9 (ψηφιακή ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1971), σελ. 78.
- Λήμμα «Παγκράτι», Νέα Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 24 (Αθήνα: Mορφωτική Εταιρία, περ. 1953), σ. 199.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.