Παγκράτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Παγκράτη < γενική ενικού του αρσενικού Παγκράτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /paŋˈɡɾa.ti/ & /paˈɡɾa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐γκρά‐τη
- ομόηχο: Παγκράτι
-
Ρένα Παγκράτη (1949-1998) στη Βικιπαίδεια
, Ελληνίδα ηθοποιός
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Пагкрати
- λατινικοί χαρακτήρες: Pagkrati
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.