Παγκράτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παγκράτιος | οι | Παγκράτιοι |
| γενική | του | Παγκράτιου & Παγκρατίου |
των | Παγκράτιων & Παγκρατίων |
| αιτιατική | τον | Παγκράτιο | τους | Παγκράτιους & Παγκρατίους |
| κλητική | Παγκράτιε | Παγκράτιοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παγκράτιος < παγκράτιο
Προφορά
- ΔΦΑ : /paŋˈɡɾa.ti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐γκρά‐τι‐ος
Μεταφράσεις
Παγκράτιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.