Πέργαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πέργαμος | ||
| γενική | της | Περγάμου | ||
| αιτιατική | την | Πέργαμο | ||
| κλητική | Πέργαμε | |||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πέργαμος < αρχαία ελληνική Πέργαμος / Πέργᾰμον < προελληνική (συγγενής με τη λέξη πύργος[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpeɾ.ɣa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πέρ‐γα‐μος
Κύριο όνομα
Πέργαμος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- αρχαία πόλη στην σημερινή Τουρκία
- ※ Ἡ Πέργαμος ὑπῆρξε πρωτεύουσα τοῦ Βασιλείου, τὸ ὁποῖο ὡς σύμμαχος τῆς Ρώμης ἐκυριάρχησε σὲ μεγάλο τμῆμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔφερε στὸν φθίνοντα ἑλληνιστικό κόσμο μία νέα ἀντίληψη τῆς πολεοδομίας, μία αἴσθηση μεγαλοπρεπείας, ἡ ὁποῖα ἐπηρέασε βαθύτατα τὴ ρωμαϊκὴ τέχνη.
- Ιωάννης Βολανάκης, «Χριστιανικές αρχαιότητες και μνημεία της Μικράς Ασίας», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 15 (2008), 163–256.
- ※ Ἡ Πέργαμος ὑπῆρξε πρωτεύουσα τοῦ Βασιλείου, τὸ ὁποῖο ὡς σύμμαχος τῆς Ρώμης ἐκυριάρχησε σὲ μεγάλο τμῆμα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔφερε στὸν φθίνοντα ἑλληνιστικό κόσμο μία νέα ἀντίληψη τῆς πολεοδομίας, μία αἴσθηση μεγαλοπρεπείας, ἡ ὁποῖα ἐπηρέασε βαθύτατα τὴ ρωμαϊκὴ τέχνη.
Συγγενικά
-
Πέργαμος στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Πέργαμος | ||
| γενική | τῆς | Περγάμου | ||
| δοτική | τῇ | Περγάμῳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Πέργαμον | ||
| κλητική ὦ! | Πέργαμε | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πέργαμος < συγγενής με τη λέξη πύργος
Συγγενικά
Πηγές
- Πέργαμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πέργαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πύργος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.