Περγαμηνός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Περγαμηνός < αρχαία ελληνική Πέργαμ(ος) + -ηνός

Επίθετο

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Περγαμηνός Περγαμηνή τὸ Περγαμηνόν
      γενική τοῦ Περγαμηνοῦ τῆς Περγαμηνῆς τοῦ Περγαμηνοῦ
      δοτική τῷ Περγαμην τῇ Περγαμην τῷ Περγαμην
    αιτιατική τὸν Περγαμηνόν τὴν Περγαμηνήν τὸ Περγαμηνόν
     κλητική ! Περγαμηνέ Περγαμηνή Περγαμηνόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Περγαμηνοί αἱ Περγαμηναί τὰ Περγαμηνᾰ́
      γενική τῶν Περγαμηνῶν τῶν Περγαμηνῶν τῶν Περγαμηνῶν
      δοτική τοῖς Περγαμηνοῖς ταῖς Περγαμηναῖς τοῖς Περγαμηνοῖς
    αιτιατική τοὺς Περγαμηνούς τὰς Περγαμηνᾱ́ς τὰ Περγαμηνᾰ́
     κλητική ! Περγαμηνοί Περγαμηναί Περγαμηνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Περγαμηνώ τὼ Περγαμηνᾱ́ τὼ Περγαμηνώ
      γεν-δοτ τοῖν Περγαμηνοῖν τοῖν Περγαμηναῖν τοῖν Περγαμηνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Περγαμηνός, -ή, -όν

Κύριο όνομα

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Περγαμηνός οἱ Περγαμηνοί
      γενική τοῦ Περγαμηνοῦ τῶν Περγαμηνῶν
      δοτική τῷ Περγαμην τοῖς Περγαμηνοῖς
    αιτιατική τὸν Περγαμηνόν τοὺς Περγαμηνούς
     κλητική ! Περγαμηνέ Περγαμηνοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περγαμηνώ
γεν-δοτ τοῖν  Περγαμηνοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Περγαμηνός αρσενικό

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.