Πέργαμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Πέργαμ
      γενική τῶν Περγάμων
      δοτική τοῖς Περγάμοις
    αιτιατική τὰ Πέργαμ
     κλητική ! Πέργαμ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πέργαμα < πληθυντικός αριθμός του Πέργαμον

Κύριο όνομα

Πέργαμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.