Περγαμία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Περγαμί
      γενική τῆς Περγαμίᾱς
      δοτική τῇ Περγαμί
    αιτιατική τὴν Περγαμίᾱν
     κλητική ! Περγαμί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Περγαμία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Περγάμιος

Κύριο όνομα

Περγαμία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. άλλη μορφή του Πέργαμος
  2. (ελληνιστική κοινή) η περιοχή της Περγάμου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.