Νάιρα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈna.i.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νά‐ι‐ρα
- ομόηχο: νάιρα
- τονικό παρώνυμο: Ναΐρα
- παρώνυμο: Μάιρα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Νάιρα | οι | Νάιρες |
| γενική | της | Νάιρας | — | |
| αιτιατική | τη | Νάιρα | τις | Νάιρες |
| κλητική | Νάιρα | Νάιρες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- Νάιρα < → λείπει η ετυμολογία
Ετυμολογία 2
- Νάιρα < μεταγραφή για την αρμενική Նաիրա (Ναΐρα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.