Μοραΐτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /moˈɾai.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐ραΐ‐της
Ετυμολογία 1
- Μοραΐτης < μεσαιωνική ελληνική Μοραΐτης[1] < Μορέας < αρχαία ελληνική μορέα
Κύριο όνομα
Μοραΐτης αρσενικό (θηλυκό Μοραΐτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του Μοριά ή ο καταγόμενος απ’ αυτόν
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Μοριάς
- μοραΐτικος
- Μοραΐτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Μοραΐτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μοραΐτης | οι | Μοραΐτηδες |
| γενική | του | Μοραΐτη* | των | Μοραΐτηδων |
| αιτιατική | τον | Μοραΐτη | τους | Μοραΐτηδες |
| κλητική | Μοραΐτη | Μοραΐτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Μοραΐτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Μοραΐτης < πατριδωνυμικό Μοραΐτης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Moraitis
- λατινικοί χαρακτήρες: Moraitis
Αναφορές
- Μοραΐτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.