Μοραΐτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μοραΐτισσα οι Μοραΐτισσες
      γενική της Μοραΐτισσας των Μοραϊτισσών
    αιτιατική τη Μοραΐτισσα τις Μοραΐτισσες
     κλητική Μοραΐτισσα Μοραΐτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μοραΐτισσα < Μοραΐτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < μεσαιωνική ελληνική Μοραΐτης[1] < Μορέας < αρχαία ελληνική μορέα

Κύριο όνομα

Μοραΐτισσα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μοραΐτης

Αναφορές

  1. Μοραΐτης -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.