μοραΐτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοραΐτικος | η | μοραΐτικη | το | μοραΐτικο |
| γενική | του | μοραΐτικου | της | μοραΐτικης | του | μοραΐτικου |
| αιτιατική | τον | μοραΐτικο | τη | μοραΐτικη | το | μοραΐτικο |
| κλητική | μοραΐτικε | μοραΐτικη | μοραΐτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοραΐτικοι | οι | μοραΐτικες | τα | μοραΐτικα |
| γενική | των | μοραΐτικων | των | μοραΐτικων | των | μοραΐτικων |
| αιτιατική | τους | μοραΐτικους | τις | μοραΐτικες | τα | μοραΐτικα |
| κλητική | μοραΐτικοι | μοραΐτικες | μοραΐτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μοραΐτικος < Μοραΐτης + -ικος < μεσαιωνική ελληνική Μοραΐτης < Μορέας < μορέα < αρχαία ελληνική μορέα (μουριά)[1]
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
μοραΐτικος
|
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Μορέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.