Κρονίδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κρονίδης οι Κρονίδες
      γενική του Κρονίδη των Κρονιδών
    αιτιατική τον Κρονίδη τους Κρονίδες
     κλητική Κρονίδη Κρονίδες
Στην αρχαία κλίση, ο πληθυντικός: Κρονίδαι.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κρονίδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κρονίδης < Κρόν(ος) + πατρωνυμικό επίθημα -ίδης

Κύριο όνομα

Κρονίδης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κρονίδης οἱ Κρονίδαι
      γενική τοῦ Κρονίδου τῶν Κρονιδῶν
      δοτική τῷ Κρονίδ τοῖς Κρονίδαις
    αιτιατική τὸν Κρονίδην τοὺς Κρονίδᾱς
     κλητική ! Κρονίδη Κρονίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κρονίδ
γεν-δοτ τοῖν  Κρονίδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κρονίδης < Κρόν(ος) + πατρωνυμικό επίθημα -ίδης

Κύριο όνομα

Κρονίδης [] αρσενικό

Συγγενικά

  • Κρόνιος (αρσενικό), Κρονιάς (θηλυκό)
  • Κρονικός

 και δείτε τη λέξη Κρόνος

Πηγές

επίσης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.