Ποσειδῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| Ποσειδαων- > Ποσειδων- Ποσειδω- Ποσειδο- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | Ποσειδῶν | ||||||
| γενική | τοῦ | Ποσειδῶνος | ||||||
| δοτική | τῷ | Ποσειδῶνῐ | ||||||
| αιτιατική | τὸν | Ποσειδῶνᾰ & Ποσειδῶ | ||||||
| κλητική ὦ! | Πόσειδον | |||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Πηγές
- Ποσειδῶν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.