Ποσειδῶν

Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά μεταπλαστά
 πτώσεις       ενικός      
Ποσειδαων- > Ποσειδων- Ποσειδω- Ποσειδο-
ονομαστική Ποσειδῶν
      γενική τοῦ Ποσειδῶνος
      δοτική τῷ Ποσειδῶν
    αιτιατική τὸν Ποσειδῶν
& Ποσειδῶ
     κλητική ! Πόσειδον
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μεταπλαστά' όπως «ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ποσειδῶν < αρχαιότερος από τους ασυναίρετους τύπους, το Ποσειδάων - ήδη μυκηναϊκή 𐀡𐀮𐀅𐀃 (po-se-da-o) Η ετυμολόγηση με πολλές εκδοχές. λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ποσειδῶν αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.