Κρόνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Κρόνιος | ἡ | Κρονίᾱ | τὸ | Κρόνιον |
| γενική | τοῦ | Κρονίου | τῆς | Κρονίᾱς | τοῦ | Κρονίου |
| δοτική | τῷ | Κρονίῳ | τῇ | Κρονίᾳ | τῷ | Κρονίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Κρόνιον | τὴν | Κρονίᾱν | τὸ | Κρόνιον |
| κλητική ὦ! | Κρόνιε | Κρονίᾱ | Κρόνιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Κρόνιοι | αἱ | Κρόνιαι | τὰ | Κρόνιᾰ |
| γενική | τῶν | Κρονίων | τῶν | Κρονίων | τῶν | Κρονίων |
| δοτική | τοῖς | Κρονίοις | ταῖς | Κρονίαις | τοῖς | Κρονίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Κρονίους | τὰς | Κρονίᾱς | τὰ | Κρόνιᾰ |
| κλητική ὦ! | Κρόνιοι | Κρόνιαι | Κρόνιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κρονίω | τὼ | Κρονίᾱ | τὼ | Κρονίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Κρονίοιν | τοῖν | Κρονίαιν | τοῖν | Κρονίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- Κρόνια (ουδέτερο, πληθυντικός)
- Κρονίη ἅλς (η Αδριατική)
- Κρόνιος (αρσενικό)
- Κρόνιος πόντος
- Κρόνιον (ουδέτερο)
- Κρονίων
→ και δείτε τη λέξη Κρόνος
Πηγές
- Κρόνιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κρόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
για το όνομα:
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press
- J-S Balzat, R. W. V. Catling, É. Chiricat and F. Marchand 2014 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.B: Coastal Asia Minor. Caria to Cilicia, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser, E. Matthews and R. W. V. Catling 2005 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. IV: Macedonia. Thrace, Northern Shores of the Black Sea, Oxford: Oxford University Press
- Κρόνιος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.