Κηφισιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κηφισιά οι Κηφισιές
      γενική της Κηφισιάς των Κηφισιών
    αιτιατική την Κηφισιά τις Κηφισιές
     κλητική Κηφισιά Κηφισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Γενική ενικού και Κηφισίας
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κηφισιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κηφισιά (Κηφισ(ός) + -ιά[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.fiˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κηφισιά

Κύριο όνομα

Κηφισιά θηλυκό

  1. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  2. προάστιο της Αθήνας
      Αν πας με κάποιον άλλον να θυμάσαι / εκείνο το πρωί στην Κηφισιά / πως παίζαμε με τ’ όνειρο στον ήλιο / πως τρέχαμε στον ήλιο σαν παιδιά (Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά, στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος, μουσική: Μίμης Πλέσσας, εκτέλεση: Δάκης, 1994)
  3. συνοικία της Καλαμαριάς στη Θεσσαλονίκη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κηφισιᾱ́
      γενική τῆς Κηφισιᾶς
      δοτική τῇ Κηφισι
    αιτιατική τὴν Κηφισιᾱ́ν
     κλητική ! Κηφισιᾱ́
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κηφισιά < Κηφισ(ός) + -ιά

Κύριο όνομα

Κηφισιά θηλυκό

Αναφορές

  1. John S. Traill, Demos and trittys. Epigraphical and topographical studies in the organization of Attica, (Toronto: Athenians Victoria College, 1986) σελ. 125

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.