Κηφισιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κηφισιώτισσα | οι | Κηφισιώτισσες |
| γενική | της | Κηφισιώτισσας | των | Κηφισιωτισσών |
| αιτιατική | την | Κηφισιώτισσα | τις | Κηφισιώτισσες |
| κλητική | Κηφισιώτισσα | Κηφισιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κηφισιώτισσα < Κηφισιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.fiˈsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κη‐φι‐σιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
Κηφισιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κηφισιώτης
- ήμουν Κυψελιώτισσα, γέννημα θρέμμα, αλλά μετακόμισα, κι έγινα τώρα Κηφισιώτισσα
- ※ Κηφισιώτισσα για σένα / τ’ απεφάσισα, αμάν, αμάν, / να σε ντύσω στο χρυσάφι / και στο μάλαμα. (Κηφισιώτισσα, στίχοι: Δήμος Χολέβας, μουσική: Δημήτρης Σέμσης, εκτέλεση: Ρόζα Εσκενάζυ, 1934)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Κηφισιά
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κηφισιώτης
Κηφισιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.