Καρχηδόνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καρχηδόνιος | οι | Καρχηδόνιοι |
| γενική | του | Καρχηδονίου & Καρχηδόνιου |
των | Καρχηδονίων |
| αιτιατική | τον | Καρχηδόνιο | τους | Καρχηδονίους & Καρχηδόνιους |
| κλητική | Καρχηδόνιε | Καρχηδόνιοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καρχηδόνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Καρχηδόνιος. Συγχρονικά αναλύεται σε Καρχηδών/Καρχηδόν(α) + -ιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.çiˈðo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐χη‐δό‐νι‐ος
Κύριο όνομα
Καρχηδόνιος αρσενικό (θηλυκό Καρχηδόνια)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Καρχηδόνιος | οἱ | Καρχηδόνιοι |
| γενική | τοῦ | Καρχηδονίου | τῶν | Καρχηδονίων |
| δοτική | τῷ | Καρχηδονίῳ | τοῖς | Καρχηδονίοις |
| αιτιατική | τὸν | Καρχηδόνιον | τοὺς | Καρχηδονίους |
| κλητική ὦ! | Καρχηδόνιε | Καρχηδόνιοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καρχηδονίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Καρχηδονίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθετο
Καρχηδόνιος, -α, -ον
- (εθνικό όνομα) αυτός που καταγόταν από την Καρχηδόνα ή κατοικούσε εκεί
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη Καρχηδόνιοι
Πηγές
- Καρχηδόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.