Καλλιστώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καλλιστώ
      γενική της Καλλιστώς
    αιτιατική την Καλλιστώ
     κλητική Καλλιστώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλλιστώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Καλλιστώ < καλλίστη (η πιο όμορφη) +

Κύριο όνομα

Καλλιστώ θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) νύμφη, ακόλουθος της θεάς Άρτεμης
  2. γυναικείο όνομα
  3. (αστρονομία) ο δεύτερος μεγαλύτερος δορυφόρος του Δία

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Καλλιστώ
      γενική τῆς Καλλιστοῦς
      δοτική τῇ Καλλιστοῖ
    αιτιατική τὴν Καλλιστώ
     κλητική ! Καλλιστοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλλιστώ < καλλίστ(η) (η πιο όμορφη) + < θηλυκό του κάλλιστος, υπερθετικός βαθμός του καλός

Κύριο όνομα

Καλλιστώ, -οῦς θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.