Ἄρτεμις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἄρτεμις | αἱ | Ἀρτέμιδες |
| γενική | τῆς | Ἀρτέμιδος | τῶν | Ἀρτεμίδων |
| δοτική | τῇ | Ἀρτέμιδῐ | ταῖς | Ἀρτέμισῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | Ἄρτεμιν | τὰς | Ἀρτέμιδᾰς |
| κλητική ὦ! | Ἄρτεμι | Ἀρτέμιδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀρτέμιδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀρτεμίδοιν | ||
| Μεγάλη ποικιλία τύπων όπως γενική ενικού Ἀρτέμιτος, δοτική ενικού Ἀρτέμιτι. Επίσης δείτε το λήμμα Ἄρταμις (δωρικός & βοιωτικός τύπος ) | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ἄρτεμις θηλυκό
παράγωγα
- Ἀρτεμίσιον
- Ἀρτεμίσιος
- ἀρτεμισία
- Άρτεμις, Άρτεμη (νέα ελληνικά)
-
Άρτεμις στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- Ἄρτεμις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἄρτεμις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.