αγγαρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγγαρεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγγαρεύω < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < περσική < ακκαδική
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γα‐ρεύ‐ω
Ρήμα
αγγαρεύω, αόρ.: αγγάρεψα, παθ.φωνή: αγγαρεύομαι, π.αόρ.: αγγαρεύτηκα, μτχ.π.π.: αγγαρεμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγγαρεύω | αγγάρευα | θα αγγαρεύω | να αγγαρεύω | αγγαρεύοντας | |
| β' ενικ. | αγγαρεύεις | αγγάρευες | θα αγγαρεύεις | να αγγαρεύεις | αγγάρευε | |
| γ' ενικ. | αγγαρεύει | αγγάρευε | θα αγγαρεύει | να αγγαρεύει | ||
| α' πληθ. | αγγαρεύουμε | αγγαρεύαμε | θα αγγαρεύουμε | να αγγαρεύουμε | ||
| β' πληθ. | αγγαρεύετε | αγγαρεύατε | θα αγγαρεύετε | να αγγαρεύετε | αγγαρεύετε | |
| γ' πληθ. | αγγαρεύουν(ε) | αγγάρευαν αγγαρεύαν(ε) |
θα αγγαρεύουν(ε) | να αγγαρεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγγάρεψα | θα αγγαρέψω | να αγγαρέψω | αγγαρέψει | ||
| β' ενικ. | αγγάρεψες | θα αγγαρέψεις | να αγγαρέψεις | αγγάρεψε | ||
| γ' ενικ. | αγγάρεψε | θα αγγαρέψει | να αγγαρέψει | |||
| α' πληθ. | αγγαρέψαμε | θα αγγαρέψουμε | να αγγαρέψουμε | |||
| β' πληθ. | αγγαρέψατε | θα αγγαρέψετε | να αγγαρέψετε | αγγαρέψτε | ||
| γ' πληθ. | αγγάρεψαν αγγαρέψαν(ε) |
θα αγγαρέψουν(ε) | να αγγαρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγγαρέψει | είχα αγγαρέψει | θα έχω αγγαρέψει | να έχω αγγαρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγγαρέψει | είχες αγγαρέψει | θα έχεις αγγαρέψει | να έχεις αγγαρέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει αγγαρέψει | είχε αγγαρέψει | θα έχει αγγαρέψει | να έχει αγγαρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγγαρέψει | είχαμε αγγαρέψει | θα έχουμε αγγαρέψει | να έχουμε αγγαρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγγαρέψει | είχατε αγγαρέψει | θα έχετε αγγαρέψει | να έχετε αγγαρέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγγαρέψει | είχαν αγγαρέψει | θα έχουν αγγαρέψει | να έχουν αγγαρέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγγαρεύομαι | αγγαρευόμουν(α) | θα αγγαρεύομαι | να αγγαρεύομαι | ||
| β' ενικ. | αγγαρεύεσαι | αγγαρευόσουν(α) | θα αγγαρεύεσαι | να αγγαρεύεσαι | (αγγαρεύου) | |
| γ' ενικ. | αγγαρεύεται | αγγαρευόταν(ε) | θα αγγαρεύεται | να αγγαρεύεται | ||
| α' πληθ. | αγγαρευόμαστε | αγγαρευόμαστε αγγαρευόμασταν |
θα αγγαρευόμαστε | να αγγαρευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αγγαρεύεστε | αγγαρευόσαστε αγγαρευόσασταν |
θα αγγαρεύεστε | να αγγαρεύεστε | (αγγαρεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αγγαρεύονται | αγγαρεύονταν αγγαρευόντουσαν |
θα αγγαρεύονται | να αγγαρεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγγαρεύτηκα | θα αγγαρευτώ | να αγγαρευτώ | αγγαρευτεί | ||
| β' ενικ. | αγγαρεύτηκες | θα αγγαρευτείς | να αγγαρευτείς | αγγαρέψου | ||
| γ' ενικ. | αγγαρεύτηκε | θα αγγαρευτεί | να αγγαρευτεί | |||
| α' πληθ. | αγγαρευτήκαμε | θα αγγαρευτούμε | να αγγαρευτούμε | |||
| β' πληθ. | αγγαρευτήκατε | θα αγγαρευτείτε | να αγγαρευτείτε | αγγαρευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αγγαρεύτηκαν αγγαρευτήκαν(ε) |
θα αγγαρευτούν(ε) | να αγγαρευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αγγαρευτεί | είχα αγγαρευτεί | θα έχω αγγαρευτεί | να έχω αγγαρευτεί | αγγαρεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αγγαρευτεί | είχες αγγαρευτεί | θα έχεις αγγαρευτεί | να έχεις αγγαρευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αγγαρευτεί | είχε αγγαρευτεί | θα έχει αγγαρευτεί | να έχει αγγαρευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγγαρευτεί | είχαμε αγγαρευτεί | θα έχουμε αγγαρευτεί | να έχουμε αγγαρευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αγγαρευτεί | είχατε αγγαρευτεί | θα έχετε αγγαρευτεί | να έχετε αγγαρευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγγαρευτεί | είχαν αγγαρευτεί | θα έχουν αγγαρευτεί | να έχουν αγγαρευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγγαρεμένος - είμαστε, είστε, είναι αγγαρεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγγαρεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγγαρεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγγαρεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγγαρεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγγαρεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγγαρεμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.