αγγαρεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγγαρεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγγαρεύω < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < περσική < ακκαδική

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγαρεύω

Ρήμα

αγγαρεύω, αόρ.: αγγάρεψα, παθ.φωνή: αγγαρεύομαι, π.αόρ.: αγγαρεύτηκα, μτχ.π.π.: αγγαρεμένος

  1. ζητώ από κάποιον ή τον αναγκάζω να κάνει χωρίς αμοιβή μια συγκεκριμένη εργασία, πιθανόν δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη, μια αγγαρεία
  2. εκτελώ αγγαρεία

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.