Ιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ιανός οι Ιανοί
      γενική του Ιανού των Ιανών
    αιτιατική τον Ιανό τους Ιανούς
     κλητική Ιανέ Ιανοί
Ο πληθυντικός, για τη μεταφορική σημασία.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιανός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἰανός < λατινική Ianus < ianus < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Προφορά

ΔΦΑ : /i.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ιανός

Κύριο όνομα

Ιανός αρσενικό

  1. (ρωμαϊκή μυθολογία) θεός του πολέμου με τα δύο πρόσωπα, όλων των ενάρξεων και των διαβάσεων, όπως είναι οι θύρες, οι πύλες και οι γέφυρες
  2. (μεταφορικά) πρόσωπο ή φαινόμενο με 2 όψεις
    Τι κρύβεται πίσω από τον Ιανό του κυβερνητικού ανασχηματισμού;
     δείτε και τη λέξη διπρόσωπος
  3. (αστρονομία) δορυφόρος του Πλούτωνα (ανακαλύφθηκε το 1966)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.