Ἰανός

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἰανός οἱ Ἰανοί
      γενική τοῦ Ἰανοῦ τῶν Ἰανῶν
      δοτική τῷ Ἰαν τοῖς Ἰανοῖς
    αιτιατική τὸν Ἰανόν τοὺς Ἰανούς
     κλητική ! Ἰανέ Ἰανοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἰανώ
γεν-δοτ τοῖν  Ἰανοῖν
Ο θεός, στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἰανός < (άμεσο δάνειο) λατινική Iānus < iānus (πύλη, δίοδος με καμάρα)

Κύριο όνομα

Ἰανόςμ -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (ρωμαϊκή μυθολογία) o θεός με τα δύο πρόσωπα, Ιανός
  2. ανδρικό όνομα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.