Ιάσονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ιάσονας | οι | Ιάσονες |
| γενική | του | Ιάσονα | των | Ιασόνων |
| αιτιατική | τον | Ιάσονα | τους | Ιάσονες |
| κλητική | Ιάσονα | Ιάσονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιάσονας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἰάσονα, αιτιατική ενικού τού Ἰάσων < ἰάομαι[1] < (ίσως[2]) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁eis- / *h₁i(e)sh₂-
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈa.so.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ά‐σο‐νας
Μεταφράσεις
Ιάσονας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Ιάσων
- βλ. ἰάομαι - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.