Ιάσωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ιάσωνας
      γενική του Ιάσωνα
    αιτιατική τον Ιάσωνα
     κλητική Ιάσωνα
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιάσωνας < ελληνιστική κοινή Ἰάσωνα, σπάνια αιτιατική ενικού του Ἰάσων (αντί Ἰάσονα)

Κύριο όνομα

Ιάσωνας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.