Θηβαίος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θiˈve.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θη‐βαί‐ος
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Θηβαίος | οι | Θηβαίοι |
| γενική | του | Θηβαίου | των | Θηβαίων |
| αιτιατική | τον | Θηβαίο | τους | Θηβαίους |
| κλητική | Θηβαίε | Θηβαίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Θηβαίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θηβαῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε Θήβ(α) + -αίος
Κύριο όνομα
Θηβαίος αρσενικό (θηλυκό Θηβαία)
Μεταφράσεις
Θηβαίος
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Θηβαίος | οι | Θηβαίοι |
| γενική | του | Θηβαίου | των | Θηβαίων |
| αιτιατική | τον | Θηβαίο | τους | Θηβαίους |
| κλητική | Θηβαίο | Θηβαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Θηβαίος < πατριδωνυμικό Θηβαίος
-
Χρήστος Θηβαίος στη Βικιπαίδεια
(1963), τραγουδιστής και συνθέτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Thivaios
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.