Θηβαίος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /θiˈve.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θηβαίος

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θηβαίος οι Θηβαίοι
      γενική του Θηβαίου των Θηβαίων
    αιτιατική τον Θηβαίο τους Θηβαίους
     κλητική Θηβαίε Θηβαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Θηβαίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θηβαῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε Θήβ(α) + -αίος

Κύριο όνομα

Θηβαίος αρσενικό (θηλυκό Θηβαία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θηβαίος οι Θηβαίοι
      γενική του Θηβαίου των Θηβαίων
    αιτιατική τον Θηβαίο τους Θηβαίους
     κλητική Θηβαίο Θηβαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Θηβαίος < πατριδωνυμικό Θηβαίος

Κύριο όνομα

Θηβαίος αρσενικό (θηλυκό Θηβαίου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.