Θηβαίου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Θηβαίου < γενική ενικού του αρσενικού Θηβαίος
Προφορά
- ΔΦΑ : /θiˈve.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θη‐βαί‐ος
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Thivaiou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.