θηβαϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θηβαϊκός η θηβαϊκή το θηβαϊκό
      γενική του θηβαϊκού της θηβαϊκής του θηβαϊκού
    αιτιατική τον θηβαϊκό τη θηβαϊκή το θηβαϊκό
     κλητική θηβαϊκέ θηβαϊκή θηβαϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θηβαϊκοί οι θηβαϊκές τα θηβαϊκά
      γενική των θηβαϊκών των θηβαϊκών των θηβαϊκών
    αιτιατική τους θηβαϊκούς τις θηβαϊκές τα θηβαϊκά
     κλητική θηβαϊκοί θηβαϊκές θηβαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θηβαϊκός < Θήβα

Επίθετο

θηβαϊκός

  • που σχετίζεται με την Θήβα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.