Θηβαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Θηβαῖος < Θῆβ(αι) + -αῖος
Και ουσιαστικοποιημένο.

Επίθετο

κλίση -ος, -α, -ον & σπανιότερα θηλυκό σε -η
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Θηβαῖος Θηβαί
& Θηβαίη
τὸ Θηβαῖον
      γενική τοῦ Θηβαίου τῆς Θηβαίᾱς
& Θηβαίης
τοῦ Θηβαίου
      δοτική τῷ Θηβαί τῇ Θηβαί
& Θηβαί
τῷ Θηβαί
    αιτιατική τὸν Θηβαῖον τὴν Θηβαίᾱν
& Θηβαίην
τὸ Θηβαῖον
     κλητική ! Θηβαῖε Θηβαί
& Θηβαίη
Θηβαῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Θηβαῖοι αἱ Θηβαῖαι τὰ Θηβαῖ
      γενική τῶν Θηβαίων τῶν Θηβαίων
δωρικός Θηβαιᾶν
τῶν Θηβαίων
      δοτική τοῖς Θηβαίοις ταῖς Θηβαίαις τοῖς Θηβαίοις
    αιτιατική τοὺς Θηβαίους τὰς Θηβαίᾱς τὰ Θηβαῖ
     κλητική ! Θηβαῖοι Θηβαῖαι Θηβαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Θηβαίω τὼ Θηβαί τὼ Θηβαίω
      γεν-δοτ τοῖν Θηβαίοιν τοῖν Θηβαίαιν τοῖν Θηβαίοιν
Εξαίρεση: Αν και προηγείται φωνήεν ή δίφθογγος, η κατάληξη θηλυκού είναι και -η.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Θηβαῖος, -α, -ον (και θηλυκό σε -η)

Σημειώσεις

Η κλίση με θηλυκό σε -η, σπανιότερη ή μεταγενέστερη.

Θηβαίη πόλις στη Σούδα

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Θηβαῖος οἱ Θηβαῖοι
      γενική τοῦ Θηβαίου τῶν Θηβαίων
      δοτική τῷ Θηβαί τοῖς Θηβαίοις
    αιτιατική τὸν Θηβαῖον τοὺς Θηβαίους
     κλητική ! Θηβαῖε Θηβαῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θηβαίω
γεν-δοτ τοῖν  Θηβαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Θηβαῖος, -ου

  1. (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από τη Θήβα της Βοιωτίας ή πολίτης της πόλης αυτής
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 492
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 61
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 4.46
  2. (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από τη Θήβα της Αιγύπτου
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 42
     συνώνυμα: Θηβαΐτης

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • Θηβαΐς
  • Θηβαΐτης (από τις Θήβες της Αιγύπτου)
  •  και δείτε τη λέξη Θῆβαι

Κύριο όνομα

Θηβαῖος, -ου αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.