Θεόφιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεόφιλος οι Θεόφιλοι
      γενική του Θεόφιλου
& Θεοφίλου
των Θεόφιλων
& Θεοφίλων
    αιτιατική τον Θεόφιλο τους Θεόφιλους
& Θεοφίλους
     κλητική Θεόφιλε Θεόφιλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεόφιλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Θεόφιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε θεό + -φιλος

Κύριο όνομα

Θεόφιλος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα (θηλυκό Θεοφίλη)
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Θεοφίλου)

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

Θεόφιλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Θεόφιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε θεό- + -φιλος

Κύριο όνομα

Θεόφιλος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Θεοφῐλο-
ονομαστική Θεόφιλος οἱ Θεόφιλοι
      γενική τοῦ Θεοφίλου τῶν Θεοφίλων
      δοτική τῷ Θεοφίλ τοῖς Θεοφίλοις
    αιτιατική τὸν Θεόφιλον τοὺς Θεοφίλους
     κλητική ! Θεόφιλε Θεόφιλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θεοφίλω
γεν-δοτ τοῖν  Θεοφίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεόφιλος, από τον 3ο αιώνα πΚΕ < θεόφιλος < (θεός) θεό- + -φιλος (φίλος > (φιλέω / φιλῶ (αγαπώ)

Κύριο όνομα

Θεόφιλος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.