Θεόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Θεόφιλος | οι | Θεόφιλοι |
| γενική | του | Θεόφιλου & Θεοφίλου |
των | Θεόφιλων & Θεοφίλων |
| αιτιατική | τον | Θεόφιλο | τους | Θεόφιλους & Θεοφίλους |
| κλητική | Θεόφιλε | Θεόφιλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θεόφιλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Θεόφιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε θεό + -φιλος
-
Θεόφιλος (αποσαφήνιση) στη Βικιπαίδεια

-
Θεόφιλος Κεφαλάς - Χατζημιχαήλ στη Βικιπαίδεια
, 1870-1934, ζωγράφος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Θεόφιλος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Θεόφιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε θεό- + -φιλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Θεοφῐλο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Θεόφιλος | οἱ | Θεόφιλοι | |
| γενική | τοῦ | Θεοφίλου | τῶν | Θεοφίλων | |
| δοτική | τῷ | Θεοφίλῳ | τοῖς | Θεοφίλοις | |
| αιτιατική | τὸν | Θεόφιλον | τοὺς | Θεοφίλους | |
| κλητική ὦ! | Θεόφιλε | Θεόφιλοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Θεοφίλω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Θεοφίλοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Θεόφιλος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- 3ος αιώνας πΚΕ, Δημοσθένης, 37, 6 (Χρειάζεται επεξεργασία)
-
Θεόφιλος ο Αντιοχεύς στη Βικιπαίδεια
, 2ος αιώνας, χριστιανός απολογητής
Πηγές
- Θεόφιλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.