συμπρωτεύουσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπρωτεύουσα οι συμπρωτεύουσες
      γενική της συμπρωτεύουσας των συμπρωτευουσών
    αιτιατική τη συμπρωτεύουσα τις συμπρωτεύουσες
     κλητική συμπρωτεύουσα συμπρωτεύουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμπρωτεύουσα < συν- + πρωτεύουσα

Ουσιαστικό

συμπρωτεύουσα θηλυκό

  1. η δεύτερη σε πληθυσμιακό μέγεθος, αλλά και διοικητικά, πόλη μιας χώρας
  2. (ειδικότερα) (για την Ελλάδα) η Θεσσαλονίκη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.