Καλλίδρομο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Καλλίδρομο | ||
| γενική | του | Καλλιδρόμου | ||
| αιτιατική | το | Καλλίδρομο | ||
| κλητική | Καλλίδρομο | |||
| Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Λίμνη στο Καλλίδρομο
Ετυμολογία
- Καλλίδρομο < ελληνιστική κοινή Καλλίδρομον
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈli.ðɾo.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καλ‐λί‐δρο‐μο
Κύριο όνομα
Καλλίδρομο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- βουνό της Φθιώτιδας
- ※ Το όρος Καλλίδρομο, παραγνωρισμένο «αδελφάκι» της Οίτης, απέκτησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς συγκεκριμένο καθεστώς προστασίας. Ηταν το αποτέλεσμα μιας πολυετούς επιστημονικής προσπάθειας που έγινε ταυτόχρονα στο Καλλίδρομο και την Οίτη μέσω του προγράμματος LIFE.
- Γιώργος Λιάλιος, Το παραγνωρισμένο βουνό, Η Καθημερινή, 20 Μαρτίου 2021
- ※ Το όρος Καλλίδρομο, παραγνωρισμένο «αδελφάκι» της Οίτης, απέκτησε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς συγκεκριμένο καθεστώς προστασίας. Ηταν το αποτέλεσμα μιας πολυετούς επιστημονικής προσπάθειας που έγινε ταυτόχρονα στο Καλλίδρομο και την Οίτη μέσω του προγράμματος LIFE.
Συνώνυμα
- Σαρώματα (πρώην ονομασία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.