Θερμοπύλαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Θερμοπύλαι
      γενική τῶν Θερμοπυλῶν
      δοτική ταῖς Θερμοπύλαις
    αιτιατική τὰς Θερμοπύλᾱς
     κλητική ! Θερμοπύλαι
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θερμοπύλαι < θερμο- + πύλαι[1]

Κύριο όνομα

Θερμοπύλαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Θερμοπύλες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.