Θερμοπύλαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | αἱ | Θερμοπύλαι |
| γενική | τῶν | Θερμοπυλῶν |
| δοτική | ταῖς | Θερμοπύλαις |
| αιτιατική | τὰς | Θερμοπύλᾱς |
| κλητική ὦ! | Θερμοπύλαι | |
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Κύριο όνομα
Θερμοπύλαι θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πέρασμα μεταξύ Λοκρίδας και Θεσσαλίας, οι Θερμοπύλες
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Θερμοπύλες
Πηγές
- Θερμοπύλαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.