Θερμοπυλιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θερμοπυλιώτισσα οι Θερμοπυλιώτισσες
      γενική της Θερμοπυλιώτισσας των Θερμοπυλιωτισσών
    αιτιατική τη Θερμοπυλιώτισσα τις Θερμοπυλιώτισσες
     κλητική Θερμοπυλιώτισσα Θερμοπυλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θερμοπυλιώτισσα < Θερμοπυλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.piˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θερμοπυλιώτισσα

Κύριο όνομα

Θερμοπυλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Θερμοπυλιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.