Δεκέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δεκέλεια οι Δεκέλειες
      γενική της Δεκέλειας των Δεκελειών
    αιτιατική τη Δεκέλεια τις Δεκέλειες
     κλητική Δεκέλεια Δεκέλειες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δεκέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Δεκέλεια[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðeˈce.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δεκέλεια

Κύριο όνομα

Δεκέλεια θηλυκό

  1. δήμος της αρχαίας Αθήνας που σήμερα είναι περιοχή γνωστή με το όνομα «Τατόι» και υπάγεται στο δήμο Αχαρνών
      Εἶχε λουστεῖ χτές, παρακούγοντας τὴ διαταγὴ τοῦ πατέρα της, στὴ στέρνα τοῦ περβολιοῦ τους μ’ ἕνα ἄγριο ξεροβόρι, καὶ γιὰ τιμωρία σήμερα ἔμενε ὁλομόναχη στὴν ἐρημική τους ἔπαυλη στὴ Δεκέλεια. (Αντιγόνη Θρεψιάδη, Ο χάλκινος γίγαντας, περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 950 (1 Φεβρουαρίου 1967), τόμ. 81, σελ. 187)
  2. περιοχή της Κύπρου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Δεκέλει
      γενική τῆς Δεκελείᾱς
      δοτική τῇ Δεκελεί
    αιτιατική τὴν Δεκέλειᾰν
     κλητική ! Δεκέλει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δεκέλεια < Δέκελ(ος) + -εια

Κύριο όνομα

Δεκέλεια θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.