δεκελεικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκελεικός | η | δεκελεική | το | δεκελεικό |
| γενική | του | δεκελεικού | της | δεκελεικής | του | δεκελεικού |
| αιτιατική | τον | δεκελεικό | τη | δεκελεική | το | δεκελεικό |
| κλητική | δεκελεικέ | δεκελεική | δεκελεικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκελεικοί | οι | δεκελεικές | τα | δεκελεικά |
| γενική | των | δεκελεικών | των | δεκελεικών | των | δεκελεικών |
| αιτιατική | τους | δεκελεικούς | τις | δεκελεικές | τα | δεκελεικά |
| κλητική | δεκελεικοί | δεκελεικές | δεκελεικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Εκφράσεις
- Δεκελεικός πόλεμος: η τελευταία φάση του Πελοποννησιακού πολέμου· πήρε το όνομά του από την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες
Μεταφράσεις
δεκελεικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.