Δαρείος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δαρείος οι Δαρείοι
      γενική του Δαρείου των Δαρείων
    αιτιατική τον Δαρείο τους Δαρείους
     κλητική Δαρείε Δαρείοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δαρείος < αρχαία ελληνική Δαρεῖος < αρχαία περσική 𐎭𐎠𐎼𐎹𐎢𐏁 (d-a-r-y-u-š /Dārayauš/) < 𐎭𐎠𐎼𐎹𐎺𐎢𐏁 (d-a-r-y-v-u-š /Dārayavaʰuš/, αυτός που υποστηρίζει το καλό)[1] < *dar- (κρατώ γερά, υποστηρίζω) + *vahu- (καλό)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaˈri.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δαρείος

Κύριο όνομα

Δαρείος αρσενικό

  1. (ιστορία) αρχαίο περσικό ανδρικό όνομα, το οποίο έφεραν τρεις βασιλείς της δυναστείας των Αχαιμενιδών
  2. ανδρικό όνομα

Μεταφράσεις

  1. Jan Tavernier, Iranica in the Achaemenid Period (ca. 550–330 B.C.): Lexicon of Old Iranian Proper Names and Loanwords, Attested in Non-Iranian Texts, Peeters Publishers, Leuven 2007, ISBN 9789042918337, σελ. 15–16
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.